δίνος

δίνος
ο (Α δῑνος)
ο ψυκτήρας, ο σπειροειδής σωλήνας τού αποστακτικού λέβητα
αρχ.
1. δίνη, κυκλική κίνηση
2. στρόβιλος
3. είδος χορού
4. ίλιγγος, ζάλη
5. αλώνι
6. πήλινο αγγείο για κρασί, δείνος
7. τόρνος
8. η περιστροφή την οποία έδωσε ο Νους στον κόσμο κατά τον Αναξαγόρα
9. φρ. «Δῑνος βασιλεύει τὸν Δί' ἐξεληλακώς» — βασιλεύει ο Δίνος (με διπλή σημασία: α. ο Δίνος τού Αναξαγόρα
β. ο ίλιγγος, η ζαλάδα)
10. πήλινο αγγείο κατάλληλο για την ψύξη τού κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δίνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Δῖνος — whirling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δῖνος — whirling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δῖνοι — δῖνος whirling masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δῖνοι — δῖνος whirling masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δῖνον — δῖνος whirling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δῖνον — δῖνος whirling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dinoflagellate — Dinoflagellates Temporal range: 440–0 Ma …   Wikipedia

  • δινωτός — δινωτός, ή, όν (Α) [δίνος] 1. ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος 2. σκεπασμένος γύρω γύρω 3. περιστροφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δίνος, εφόσον το ρ. δινώ ( όω), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. δινωτός …   Dictionary of Greek

  • περίδινος — ὁ, ἡ, Α 1. περιπλανώμενος 2. πειρατής («περίδ[ε]ινον πειρατήν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δινος (< δίνη), πρβλ. σκοτό δινος] …   Dictionary of Greek

  • Δίνω — Δί̱νω , δῖνος whirling masc nom/voc/acc dual Δί̱νω , δῖνος whirling masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”